John Campbell - Χαμένος στα μπλουζ

Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Γεννημένος το 1952 στο Shreveport της Louisiana ξεκίνησε να παίζει μουσική επαγγελματικά από τα 13 του, παίζοντας σε πάρτυ στην περιοχή του Texas, όπου ζούσε τότε. Σε ηλικία 15 ετών, ένα ατύχημα που είχε σε αυτοσχέδιους αγώνες με τη μηχανή, αλλάζει πλήρως τη ζωή του. Εκεί θα χάσει το δεξί του μάτι, τον έναν του πνεύμονα, θα γεμίσει το σώμα του με 5.000 ράμματα και θα υποστεί αλλεπάλληλα χειρουργεία ώστε να επαναφέρει το πρόσωπό του. Όπως δήλωσε αργότερα, η εμπειρία αυτή τον έφερε πιο κοντά με τα blues καθώς πέρασε μεγάλο διάστημα κλεισμένος στο σπίτι ακούγοντας δίσκους του Muddy Waters, του Howlin Wolf και του John Lee Hooker. Ανακάλυψε έτσι μέσω της μουσικής και της κιθάρας του μια διέξοδο για τα συναισθήματά του.
Στα 16 του έφυγε από το σπίτι του έχοντας μαζί του μόνο την κιθάρα του, ένα εισιτήριο λεωφορείου για το Nacogdoches του Texas και 10 δολλάρια. Αρχικά έμενε σε σταθμούς λεωφορείων, έπαιζε κιθάρα 14 με 15 ώρες την ημέρα και ζούσε παίζοντας μουσική στους δρόμους, σε βενζινάδικα, σε μπιλιαρδάδικα, αλλάζοντας συχνά πόλεις από το Houston μέχρι τη Νέα Ορλεάνη. Ο ίδιος αναφέρει σαν χειρότερες του εμπειρίες όταν δούλεψε σε εργοστάσιο χημικών, για να αγοράσει καινούρια κιθάρα, ή όταν πουλούσε αίμα για καινούριες χορδές και ένα σάντουιτς.
Μετά από πέντε χρόνια στο δρόμο, φτάνει στη Νέα Υόρκη και μαγεύεται από την πόλη. Εκέι μένει στο Brooklyn σε ένα σπίτι με τόση φασαρία που αποφασίζει να βάλει μαγνήτη και ενισχυτή στην κιθάρα του για να ακούει τον εαυτό του. Ξεκινά εμφανίσεις σε διάφορα στέκια και καταλήγει στο Abilene Cafe, όπου μονιμοποιείται. Όταν το μαγαζί κλείνει αποφασίζει να παρατήσει τη μουσική. Μετά από μία περίοδο αμφιταλάντευσης, όπου εργάστηκε σε μαγαζί με κιθάρες, επιστρέφει με παράδοξο τρόπο, όταν παίρνει μέρος σε μία αυτοσχέδια παράσταση σε κάποιο βιετναμέζικο εστιατόριο ονόματι Monsoon που μετέπειτα θα ονομαστεί Crossroads. Η επιτυχία ήταν τόση που κάθε βράδυ ο κόσμος γινόταν όλο και πιο πολύς. Εκεί θα τον ανακαλύψει ο κιθαρίστας Ronnie Earl που εντυπωσιασμένος  θα προτείνει να του κάνει την παραγωγή για ένα δίσκο. Ο δίσκος A man and his Blues που κυκλοφόρησε από γερμανική εταιρία, θα κάνει γνωστό τον John Campbell στις ΗΠΑ και θα του δώσει μια υποψηφιότητα για τα βραβεία W.C.Handy, τα Blues Music Awards όπως λέγονταν πριν μετονομαστούν το 2006.
Συνέχισε να εμφανίζεται σε μικρά club της Νέας Υόρκης, έχοντας πλέον αποκτήσει το κοινό του όταν προσεγγίστηκε από την Electra για να υπογράψει συμβόλαιο. Το 1991 κυκλοφορεί το One Believer και δύο χρόνια αργότερα το Howlin' Mercy. Τρεις μήνες μετά την κυκλοφορία του Howlin' Mercy, στις 13 Ιουνίου του 1993 ο John Campbell πεθαίνει στον ύπνο του από καρδιακή ανακοπή. Άφησε πίσω του μια κόρη 6 μηνών.
Η προσφορά του, αν και η δισκογραφία του δεν ήταν μεγάλη, είναι ουσιαστική. Κάποιοι είχαν πει ότι έπαιζε κιθάρα, λές και τον είχε διδάξει ο Robert Johnson. Πιστός στις ακουστικές και τις resonator κιθάρες, βγάζοντας έτσι ηλεκτρικό ήχο μέσα από ακουστικά όργανα, έπαιξε καθαρό blues, ανεπηρρέαστος από άλλα ακούσματα.
Ποτέ δεν έστειλε καμία κασέτα σε καμία δισκογραφική εταιρία όσο ήταν ακόμα άγνωστος.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μοιάζει να ταυτίζεσαι με τους Campbell και Gallagher, να διαχωρίζεσαι από το "πλήθος" και να επιλέγεις να ακολουθείς το δικό σου δρόμο. Σ' αυτή την περίπτωση προτιμάς μάλλον να μένεις αόρατος(;) ώσπου κάποιος να σε προσέξει...

ΝΙΚΟΣ είπε...

Υπάρχει και η άλλη πλευρά. Της απόδοσης τιμής σε κάποιους που αξίζουν.