Ελληνοεβραίοι και ελληνοέλληνες

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Αποσπάσματα από το αγαπημένο βιβλίο "Γκέμμα" του Δημήτρη Λιαντίνη.  

Όλα καλά και περίκαλα τά ’χουμε με την πατρίδα. Με το έθνος, την ιστορία μας, και τούς «αρχαίους ημών πρόγονοι». Μόνο που ξεχάσαμε ένα. Πως εμείς οι νέοι με τους αρχαίους έλληνες έχουμε τόσα κοινά, όσα ο χασαποσφαγέας με τις κορδέλες, και η μοδίστρα με τα κριάρια. Κι από την άλλη φουσκώνουμε και κορδώνουμε, και τουρτουφίζουμε για «τσι γεναίοι πρόγονοι» σαν τι; Όπως εκείνος ο τράγος του Σικελιανού, που εσήκωνε το απανωχείλι του, εβέλαζε μαρκαλιστικά, και οσφραινότανε όλο το δείλι την αρμύρα στη θάλασσα της Κινέττας. Αλλίμονο. Η δάφνη κατεμαράνθη. Έτσι δεν εψιθύριζε ο Σολωμός στο Διάλογο κλαίγοντας; Η δάφνη κατεμαράνθη. Όταν είσαι μέσα στό μάτι του κυκλώνα, είναι δύσκολο νά ’χεις εικόνα για τα γύρω σου. Και ζώντας μέσα στη χώρα δεν έχουμε εικόνα για τη σημερινή Ελλάδα.
Αρχές του 1993 έγινε μια εκδήλωση στο Παρίσι από έλληνες καλλιτέχνες για την ασβολερή Κύπρο. Εκείνο το θαλασσοφίλητο νησί. Εκεί, ένας δημοσιογράφος ερώτησε τρεις τέσσερες έγκριτους έλληνες που ζουν μόνιμα στη Γαλλία μια ερώτηση καίρια. Για ειπέτε μου, τους είπε, εσείς που όντας μακρυά από την Ελλάδα βλέπετε με άλλο μάτι, το αληθινό του νοσταλγού και του πάσχοντα. Με το μάτι του Οδυσσέα. Τι γνώμη έχει το παγκόσμιο κοινό για τη σύγχρονη Ελλάδα; Τη βλέπει τάχατες και τη νομίζει όπως εμείς εκεί κάτου στο Κακοσάλεσι και στην Αθήνα; Η απόκριση που μου δώσανε και οι τέσσερες ξαναζωντάνεψε, τίμιε αναγνώστη, τις σπαθιές που δίνανε οι ντελήδες του Κιουταχή στη μάχη του Ανάλατου. Όταν πια είχε πέσει ο τρανός Καραϊσκάκης.
-Ποιά Ελλάδα, μακάριε άνθρωπε, του είπανε. Μιλάς για ίσκιους στη συνεφιά. Και για σύνεφα στην αιθρία. Για τον έξω κόσμο Ελλάδα δεν υπάρχει. Κανείς δε την ξέρει, κανείς δεν τη μελετάει, κανείς δεν τη συλλογάται. Δεν άκουσες το παλιό μοιρολόϊ;

Κλάψε με, μάνα, κλάψε με,
Και πεθαμένο γράψε με.

Άκουσε λοιπόν, και μάθε το. Και κει που θα γυρίσεις, να το ειπείς και να το μολογήσεις. Η Ελλάδα είναι σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. Αν στείλει κάποτε στους ξένους κανένα παράπονο η κανένα παρακαλετό, το συζητούν πέντε δέκα άνθρωποι της διπλωματίας σε κάποιο γραφείο, και παίρνουνε την απόφαση, όπως εμείς παραγγέλνουμε καφέ στο καφενείο και στα μπιλιάρδα. Αυτή είναι η εικόνα που έχουν οι ξένοι για την Ελλάδα. Κι ο σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται. Έτσι δεν είπε ο πασάς της Σκόντρας, όταν ακούστηκε ότι οι ραγιάδες σηκωθήκανε στο Μοριά; Τώρα γυρίστηκε η τάξη. Σουλτάνος είναι ο έλληνας πολιτικός. Λάβε την σύγχρονη Ελλάδα σαν ποσότητα και σαν ποιότητα, για να μιλήσουμε με «κατηγορίες». Κι έλα να μας περιγράψεις τι βλέπεις.

Οι U2 στην Αθήνα

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

Η εβδομάδα ήταν από τις πιο δύσκολες τόσο λόγω της επιστροφής από την άδεια όσο και εξαιτίας της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Κανένας εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα δεν αισθάνεται πλέον ήσυχος. Η Παρασκευή ήταν κάτι σαν δώρο, μια ευκαιρία να πέσω στον καναπέ και να σαπίσω μέχρι το βράδυ της Κυριακής, κάνοντας μικρά διαλλείματα σέρνοντας το κουφάρι μου μέχρι το ψυγείο. Όμως δεν είχα προβλέψει το μέλλον μερικούς μήνες πριν, όταν παρασυρόμενος από τον περίγυρό μου αγόρασα εισιτήρια για την συναυλία των U2. Τι θέλω εγώ τώρα να τρέχω στο ΟΑΚΑ για να δω ένα από τα πλέον εμπορικά συγκροτήματα όλων των εποχών; Να ακούσω τον Bono να το παίζει showman και τον The Edge, που αναμφισβήτητα είναι χειρότερος κιθαρίστας από εμένα, να αγχώνεται μήπως και του κλέψουν το σκουφάκι; Και ενώ σκεφτόμουν πως έμπλεξα έτσι, ήρθε και η δεύτερη σφαλιάρα, αφού από τη Βουλιαγμένης μέχρι το Ολυμπιακό Στάδιο χρειάστηκα δύο ολόκληρες ώρες με αποτέλεσμα τα νεύρα μου να τεντώσουν κι άλλο, ενώ και οι διοργανωτές φρόντισαν ώστε κατά την είσοδο στην Αρένα να περάσουν τον κόσμο από στίβο μάχης ώστε να μπορέσουν να μπουν μέσα μόνο οι άξιοι μονομάχοι. Μπαίνοντας μέσα άρχισαν να λύνονται πολλές απορίες. Ένα μεγάλο ποσοστό του κόσμου είχε ξαναμπεί στο ΟΑΚΑ μόνο σε αγώνα του Παναθηναϊκού στο Champions League, άντε και στη συναυλία της Madonna. Ένα άλλο μέρος, που εν μέρει ευθύνεται για το μποτιλιάρισμα, έψαχνε τον παρκαδόρο του “μαγαζιού” για να παρκάρει την Cayenne, ενώ υπήρχαν πολλά πιτσιρίκια που μουσικά βρίσκονται ακόμα στο ψάξιμο.